- τιτύσκετο
- τιτύσκομαιmakeimperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιτύσκομαι — στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α (επικ. τ.) 1. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ. β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.) 2. μέσ. α) σημαδεύω και χτυπώ με επιτυχία β) (για… … Dictionary of Greek
χαλκόπους — και χαλκεόπους, ουν, Α 1. αυτός που έχει χάλκινα πόδια 2. αυτός που φορεί χάλκινα πέδιλα 3. (γενικά) αυτός που έχει χάλκινη βάση, χάλκινα θεμέλια 4. μτφ. α) (στον Όμ.) (για άλογο) ακαταπόνητος («ὑπ ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ ἵππῳ ὠκυπέτα», Ομ.… … Dictionary of Greek